- halb
- halb[halp]I. adj μισός,• eine e Stunde μισή ώρα,• ein er Ton μισός τόνος,• jdn auf em Wege treffen συναντώ κάποιον στα μισά του δρόμου,• zum en Preis μισοτιμής/στη μισή τιμή,• es ist drei είναι δυόμισι (η ώρα),• München το μισό Μόναχο,• und μισό μισό,• nur die e Wahrheit sagen λέω μόνο τη μισή αλήθεια,• nichts Halbes und nichts Ganzes δε φτάνει από μόνο του,• keine en Sachen machen δεν κάνω μισά πράγματα,• nur mit er Kraft arbeiten βάζω μόνο τις μισές μου δυνάμεις στη δουλειά,• das sind ja noch e Kinder μα είναι ακόμα παιδιά,• das dauert ja eine e Ewigkeit μα αυτό διαρκεί μισό αιώναII. adv μισά,• er hat die Arbeit nur getan έκανε μόνο τη μισή δουλειά,• nur zuhören δεν ακούω προσεχτικά,• öffnen μισοανοίγω,• sie ist blind είναι μισότυφλη,• das ist so schlimm λίγο το κακό,• sich totlachen (umg) ξεκαρδίζομαι στα γέλια,• mit jdm e-e machen (umg) κάνω με κάποιον μισά μισά
Wörterbuch Deutsch-Griechisch . 2015.